ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:



Πρώτος κυβερνήτης της ελεύθερης Ελλάδας. Σύνδεσε τη ζωή του με  το Ναύπλιο

Εισήγαγε την καλλιέργεια της πατάτας.
Ίδρυσε την πρώτη Γεωργική Σχολή &  το πρώτο Τυπογραφείο.
Δολοφονήθηκε στον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στις 9 Οκτωβρίου 1831.

Ένας στενός φίλος και συνεργάτης του, ο Ιταλός Τζεκκίνι, έγραψε την ιστορία της δολοφονίας όπως την έζησε...

Γιατρός κι αυτός, είχε σπουδάσει στην Ιταλία μαζί με τον Καποδίστρια, ο οποίος όταν έγινε κυβερνήτης, τον κάλεσε κοντά του ως γιατρό του. 
Ο Τζεκκίνι πέρασε το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου της παραμονής δηλαδή της δολοφονίας – στην Τίρυνθα, όπου τον είχαν καλέσει να δει έναν άρρωστο. 
Την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησε νωρίς – νωρίς για το Ναύπλιο, που απέχει δυο μίλια από την Τύρινθα. 
Ασυνήθιστη όμως κίνηση επικρατούσε στους εξοχικούς δρόμους και πολλοί άνθρωποι έτρεχαν σ’ αυτούς τρομαγμένοι και λυπημένοι. 
Ο Τζεκκίνι ρώτησε έναν απ’ αυτούς τι συνέβαινε κι αυτός του απάντησε ότι σκότωσαν τον Καποδίστρια


Ο Τζεκκίνι διηγείται  στην ιστορία της δολοφονίας ότι, πριν φύγει ο Καποδίστριας  από το σπίτι του για να πάει στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα έξω από την οποία σκοτώθηκε, το αγαπημένο του σκυλάκι  τριγύριζε ανήσυχο γύρω από τα πόδια του, γαύγιζε και δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγη. Επέμενε μάλιστα τόσο το πιστό ζώο, 
ώστε ο Καποδίστριας αναγκάσθηκε να το διώξη επανειλημμένως μέσα από τα πόδια του.






Όταν σίμωσε στην εκκλησία, ο Καποδίστριας διέκρινε απέξω το Γιώργη και Κωνσταντή, παιδιά του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη 
και σταμάτησε για μια στιγμή, 
αλλά αμέσως εξακολούθησε το δρόμο του. Μέσα στην εκκλησία δεν ήσαν παρά 4 – 5 γυναίκες.
Όταν ο Καποδίστριας έφθασε σιμά τους, 
οι δυο Μαυρομιχαλαίοι έβγαλαν το καπέλλο τους. Ο Καποδίστριας έβγαλε κι αυτός το καπέλλο του κι εχαιρέτησε πρώτα το Γιώργη 
κι έπειτα γύρισε να χαιρετίσει και τον Κωσταντή
Μα την ίδια  στιγμή ο Γιώργης τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε. Το πιστόλι όμως δεν πήρε φωτιά. Τράβηξε τότε ένα άλλο πιστόλι, πυροβόλησε και τον πλήγωσε στον δεξί κρόταφο. Συγχρόνως, την ίδια στιγμή, ο Κωσταντής του κάρφωσε το μαχαίρι του  στην κοιλιά. 
Αμέσως ο Καποδίστριας σωριάστηκε αναίσθητος καταγής.

Οι δυο ακόλουθοι του Καποδίστρια 
τράβηξαν αμέσως τα πιστόλια των κι επυροβόλησαν. Αλλά κανένα από τα δυο δεν πήρε φωτιά. 
Η τρίτη όμως σφαίρα, που έρριξε κατά των δολοφόνων  ένας κουλοχέρης Κρητικός
(ο οποίος μολονότι είχε μόνο ένα χέρι, ήταν ο καλύτερος μπιλιαρδιστής στην Ελλάδα) χτύπησε τόσο καλά τον Κωσταντή
ώστε του πέρασε η σφαίρα πέρα – πέρα το θώρακα.
Μ’ όλη τη βαρειά λαβωματιά ο Κωσταντής έτρεξε σε μια πόρτα και παρακάλεσε να του ανοίξουν. Αλλά δεν του άνοιξαν κι έτσι αναγκάσθηκε να τραπή εις φυγήν, ενώ πλήθος λαού τον κυνηγούσε. 
 Όταν ο λαός τον έφθασε, τον βρήκε κατά γης να πλέει στο αίμα του. 
Άλλοι τον έσπρωχναν με τις ομπρέλες των (γιατί ψιχάλιζε), άλλοι τον κλωτσούσαν με τα πόδια, άλλοι τον έφτυναν, άλλοι έκαναν άσεμνες χειρονομίες. 
Ο Τζεκκίνι μάλιστα είδε  με τα μάτια του κάποιον απ’ το πλήθος που άρπαξε το χέρι του σκοτωμένου και  του το δάγκασε με λύσσα. Τέλος, έπειτα από πολλή ώρα τον πέταξαν στη θάλασσα. 
Τη νύχτα, από το Ίτς- Καλέ, ο Τζεκκίνι, κάτω από το φως του φεγγαριού, διέκρινε το πτώμα του Κωνσταντή να δέρνεται από τα κύματα, να χτυπά στ’ ακρογιάλι και να ξανατραβά για την ανοιχτή θάλασσα. 

 πηγή: argolikivivliothiki.gr